φωνητήριος

φωνητήριος
φων-ητήριος, α, ον,
A = φωνητικός, φ. ὄργανα organs of speech, Str.14.2.28, cf. Poll.2.114;

φ. ὄργανον Ph.1.28

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνητήριος — α, ο / φωνητήριος, ία, ον, ΝΑ αυτός με τον οποίο συντελείται η παραγωγή τής φωνής (α. «φωνητήρια όργανα» τα όργανα με τα οποία αρθρώνονται και μορφοποιούνται οι ήχοι σε φθόγγους, όπως είναι η γλώσσα, τα δόντια, ο φάρυγγας κ.ά. β. «φωνητήριον… …   Dictionary of Greek

  • φωνητηρίων — φωνητήριος of speech fem gen pl φωνητήριος of speech masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητήριον — φωνητήριος of speech masc acc sg φωνητήριος of speech neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητηρίοις — φωνητήριος of speech masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητηρίου — φωνητήριος of speech masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητήρια — φωνητήριος of speech neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՁԱՅՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0146 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. φωνητικός, φωνητήριος, φωνήεις vocalis, voce praeditus. Որ ինչ ա՛նկ է կամ օգտէ ձայնի. եւ Ունօղ կամ հանօղ զձայն. *Ձայնական գործարան, կա գործիք (լեզու, շնչերակք).… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”